- μποξάς
- ο1) накидка, кусок ткани для завёртывания или покрывания вещей, пожитков; 2) шаль, платок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μποξάς — ο 1. τετράγωνο ύφασμα για περιτύλιξη ρούχων ή επικάλυψη διαφόρων αντικειμένων 2. σάλι, εσάρπα 3. δέμα ρούχων, μπόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bohca] … Dictionary of Greek
μποξάς — ο πληθ. άδες (λ. τουρκ.) 1. κομμάτι υφάσματος με το οποίο περιτυλίγουν πράγματα, δέμα ρούχων: Φόρτωσαν τους μποξάδες στο φορτηγό. 2. γυναικείο μάλλινο σάλι: Ζητιάνευε στο κρύο τυλιγμένη με το μποξά της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μουσείο Ένωσης Πεζών (Κρήτης) — Το μουσείο της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Πεζών του νομού Ηρακλείου, η οποία ιδρύθηκε το 1933, λειτουργεί στο παλαιό εμφιαλωτήριο που βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Πεζά και Καλλονή. Η συλλογή του αποτελείται από τρεις ενότητες εκθεμάτων από… … Dictionary of Greek